αγλαόφωνος

αγλαόφωνος
ἀγλαόφωνος, -ον (Α) [ἀγλαός]
αυτός που έχει λαμπρή, έξοχη φωνή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀγλαόφωνος — with a splendid voice masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαοφώνους — ἀγλαόφωνος with a splendid voice masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Sirène (mythologie) — Pour les articles homonymes, voir Sirène. Œuvre de John William Waterhouse Une sirène (en grec ancien …   Wikipédia en Français

  • Aglaophónos — AGLAOPHÓNOS, i, Gr. Ἀγλαόφωνος, ου, (⇒ Tab. III.) eine von den Sirenen, wovon die andern Thelxiope und Molpe geheißen haben sollen. Chærilus ap. Natal. com. lib. VII. c. 13. p. 748 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • αγλαός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γεωργός από την Ψωφίδα της Αρκαδίας. To Μαντείο των Δελφών τον ανακήρυξε ευτυχέστερο από τον πάμπλουτο βασιλιά των Λυδών Κροίσο, γιατί ενώ όλη του η περιουσία ήταν ένα μικρό χωράφι, ζούσε ευτυχισμένος από τα προϊόντα… …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

  • Αγλαοφήμη — Μυθολογικό πρόσωπο. Μια από τις Σειρήνες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Αναφέρεται σε κείμενα κυρίως ελληνιστικής εποχής. Λέγεται και Αγλαόφωνος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”